- ζυγοειδής
- ζυγοειδής, -ές (Α)όμοιος με ζυγό («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -είδης (< είδος), πρβλ. σφαιρο-ειδής, ωο-ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγοειδῆ — ζυγοειδής like a yoke neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζυγοειδής like a yoke masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ζυγοειδής like a yoke masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek